εξυπανίστημι

εξυπανίστημι
ἐξυπανίστημι (Α)
υψώνομαι προς τα πάνω, εξογκώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐξυπανέστη — ἐξυπανίστημι started up from under plup ind act 1st sg (ionic) ἐξυπανίστημι started up from under aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξυπαναστῆναι — ἐξυπανίστημι started up from under aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξυπανεστάθη — ἐξυπανίστημι started up from under aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξυπανίστανται — ἐξυπανίστημι started up from under pres ind mp 3rd pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξυπανέστη — ὑπό ἐξυπανίστημι started up from under plup ind act 1st sg (ionic) ὑπό ἐξυπανίστημι started up from under aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… …   Dictionary of Greek

  • ἐξυπαναστάς — ἐξυπαναστά̱ς , ἐξυπανίστημι started up from under aor part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”